σεβαστόν

σεβαστόν
σεβαστός
venerable
masc acc sg
σεβαστός
venerable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σεβαστον(ε)ίκης — ὁ, Α ο νικητής σε αυτοκρατορικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης] …   Dictionary of Greek

  • Θωθ — Αιγυπτιακός θεός της σοφίας, κύριος των νόμων και των ιερών κειμένων. Η λατρεία του, που προέρχεται πιθανότατα από την περιοχή του Δέλτα του Νείλου, είχε το κέντρο της στην Ερμούπολη. Παριστανόταν με τη μορφή ίβιδας (το ιερό πουλί ίβις ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Σεβαστονεικηφόρια — τὰ, Α οι αυτοκρατορικοί αγώνες, τα Σεβαστεῑα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστον(ε)ίχης + φόρος* + επίθημα ιoν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”